στιπεουργός

στιπεουργός
στιπεουργός, ,= στιππυουργός, PSI6.573 (iii B.C.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • στιπεουργός — ὁ, Α βλ. στυππειουργός …   Dictionary of Greek

  • στυππειουργός — και στυππεουργός και στιππυουργός και στιπεουργός και στιπ (π)ουργός και σιππουργός, ὁ, Α κατασκευαστής σχοινιών ή υφασμάτων από λινάρι ή καννάβι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στυππεῖον* + ουργός (< ἔργον*), πρβλ. ξυλ ουργός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”